θάσσει

θάσσει
θάσσω
sit
pres ind mp 2nd sg
θάσσω
sit
pres ind act 3rd sg
θάζω
seated
aor subj act 3rd sg (epic)
θάζω
seated
fut ind mid 2nd sg (epic)
θάζω
seated
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θάσσω — θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α) κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ. β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ ψω < θάFακ ος, απ όπου και το θάκος] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδος — η, ο / τρίπους, ουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α 1. αυτός που έχει τρία πόδια 2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.) 3. (σχετικά με έπιπλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”